δυσλειτουργία

δυσλειτουργία
η
1. ακανόνιστη, ανώμαλη, αυξημένη ή ελαττωμένη λειτουργία οργάνου, αδένα κ.λπ.
2. κακή λειτουργία οργανισμού, υπηρεσίας κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παχυσαρκία — (Ιατρ.). Παθολογική αύξηση του βάρους του σώματος, που οφείλεται σε υπερβολική συσσώρευση λίπους στον οργανισμό. Παρατηρείται γενικά μεταξύ των 40 και 50 ετών, αλλά καμιά φορά και από την παιδική ηλικία: (είναι συχνότερη στις γυναίκες και συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ατέραμνος — ἀτέραμνος, ον (Α) 1. τραχύς, σκληρός 2. (για σωματικές λειτουργίες) εκείνος που παρουσιάζει δυσκαμψία ή δυσλειτουργία 3. (για όσπρια) αυτός που βράζει δύσκολα, ο κακόβραστος 4. σκληρός, άκαμπτος, ανηλεής (η λέξη και στον Παπαδιαμάντη, «πέλαγος… …   Dictionary of Greek

  • γιγαντισμός — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία ένα άτομο έχει ανάστημα πολύ ψηλότερο από το κανονικό, που συνοδεύεται και από ανάλογη αύξηση στα διάφορα όργανα του σώματος. Η αιτία της πάθησης βρίσκεται σε λειτουργική διαταραχή της υπόφυσης η οποία παράγει …   Dictionary of Greek

  • επεισόδιο — το (Α ἐπεισόδιον) 1. το διαλογικό μέρος τού αρχαίου δράματος μεταξύ δύο χορικών ασμάτων 2. γεγονός που παρεμβάλλεται στη συνέχεια, (η συνοχή ή την τάξη ενός συνόλου «ζωηρά επεισόδια στη διάρκεια τής τελετής» «ἐπεισόδια... οἷον νεῶν κατάλογος»,… …   Dictionary of Greek

  • κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …   Dictionary of Greek

  • μπλοκάρισμα — το 1. αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία 3. δέσμευση χρημάτων («έγινε μπλοκάρισμα τού λογαριασμού του στην τράπεζα») 4. δυσλειτουργία συσκευής λόγω παρεμβολής ή παύση λειτουργίας μηχανήματος λόγω εμπλοκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλοκάρω, κατά …   Dictionary of Greek

  • μυελομηνιγγοκήλη — η ιατρ. ανοιχτή μορφή δισχιδούς ράχεως, διαμαρτίας διάπλασης που χαρακτηρίζεται από τοπικά περιορισμένη ανωμαλία στην ανάπτυξη τής σπονδυλική στήλης, κατά την οποία ο σάκος τών μηνίγγων περιέχει και μια ποσότητα νευρικού ιστού και η διαμαρτία… …   Dictionary of Greek

  • μυοκαρδιοπάθεια — Μπορεί να είναι μια από τις πολλαπλές εκδηλώσεις μιας πολυσυστηματικής νόσου (προσβολή πολλών συστημάτων ταυτόχρονα) – όπως είναι ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η σαρκοείδωση, η αμυλοείδωση – ή μπορεί να είναι εκδήλωση του αλκοολισμού,… …   Dictionary of Greek

  • οξυσιτία — ὀξυσιτία, ἡ (Α) δυσλειτουργία τών πεπτικών οργάνων, κατά την οποία η τροφή δεν χωνεύεται και γίνεται όξινη στο στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + σιτία (< σιτος < σῖτος), πρβλ. κακο σιτία] …   Dictionary of Greek

  • υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”